εντομοφάγος — α, ο 1. που τρώει έντομα, που τρέφεται με έντομα: Εντομοφάγα ζώα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομοφάγα ονομασία ζώων (σκαντζόχοιρος, τυφλοπόντικας, χελιδόνι κ.ά.), εντόμων (νόβιος, ιτσέρια κ.ά.) και φυτών (δροσόφιλλα, νηπενθές κ.ά.), που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
φοινίκουρος — (phoenicurus). Στρουθοειδές της οικογένειας των τουρδιδών, γνωστό και με το όνομα κοκκινόκωλος. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντροδυτική Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή. Το φτέρωμα των… … Dictionary of Greek
εντομόφιλος — η, ο 1. που αγαπά τα έντομα, ο φίλος των εντόμων. 2. (για ζώα), εντομοφάγος (βλ. λ.). 3. (βοτ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομόφιλα φανερόγαμα φυτά, που η γονιμοποίησή τους γίνεται με τη μεταφορά της γύρης από τα έντομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)